Tag Archives: ΦΩΤΗΣ

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

Γυναίκες και καπιταλισμός, από την πρώιμη νεωτερικότητα έως σήμερα

Από τον Φώτη Τερζάκη

Silvia Federici

Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση

μτφρ.: Ίρ. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης

εκδόσεις των ξένων, σ. 364

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα γυναικεία κινήματα και μεγάλο κομμάτι της παραδοσιακής Αριστεράς, ιδίως από τη δεκαετία του 1960, γέννησε την ιδεολογική ψευδαίσθηση, ιδιαίτερα ισχυρή σε αυτό που ονομάστηκε από κάποιους μεταμοντέρνος φεμινισμός, ότι το κοινωνικό φύλο και η τάξη αποτελούν ριζικά διαφορετικές κατηγορίες ανάλυσης, παραπέμποντας σε μη τεμνόμενους άξονες εξουσίας. Τις πολλαπλές συγχύσεις που μια τέτοια αντίληψη δημιούργησε προσπαθεί να διαλύσει αυτό το σπουδαίο βιβλίο της Silvia Federici, καθηγήτριας σήμερα στο Πανεπιστήμιο Hofstra της Νέας Υόρκης και μέλους τής εκδοτικής κολεκτίβας Midnight Notes, μίας από τις σημαντικότερες θεωρητικούς του γυναικείου κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες. Παρ’ ότι οι έρευνές της που αφορούσαν τις γυναίκες κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 1970, το σχέδιο επανενεργοποιήθηκε τα χρόνια που υπηρετούσε ως δασκάλα στη Νιγηρία (1984-6), όταν η υπαγωγή της χώρας στο Πρόγραμμα Δομικής Προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας οδήγησε σε «ένα νέο κύκλο πρωταρχικής συσσώρευσης και τον εξορθολογισμό της κοινωνικής αναπαραγωγής, που στόχευαν στην καταστροφή και των τελευταίων υπολειμμάτων κοινοτικής ιδιοκτησίας και κοινοτικών σχέσεων, επιβάλλοντας έτσι ακόμη πιο εντατικές μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης […] Παράλληλα με την πολιτική αυτή […] είδα να υποδαυλίζεται μια εκστρατεία μισογυνισμού […] και διαπίστωσα την ανάπτυξη μιας έντονης δημόσιας διαμάχης, από πολλές απόψεις παρόμοιας με τις querelles des femmes του 17ου αιώνα, που άγγιζε κάθε όψη της αναπαραγωγής τής εργασιακής δύναμης» (σελ. 22-3 passim).

Δύο κρίσιμες ιδέες εμφανίζονται εδώ, που θα χρησιμοποιηθούν ως οδηγητικό νήμα στην παρούσα μελέτη. Πρώτον, ότι αυτό που ονομάζουμε «πρωταρχική συσσώρευση», η οποία ιστορικά συμβολίζεται από τις «περιφράξεις της γης» στην Αγγλία, με όλη την τρομακτική βία απέναντι στα φτωχά στρώματα της υπαίθρου, την προλεταριοποίηση και την εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, την εξάρθρωση του κοινοτισμού και των πλούσιων μορφών λαϊκού πολιτισμού, την καταστολή της λαϊκής ελευθεριότητας και την αυταρχική κανονικοποίηση του κοινωνικού σώματος -ό,τι σήμαινε δηλαδή ο λεγόμενος αστικός «εξορθολογισμός»-, που οδήγησε σε όσα ο Μισέλ Φουκό περιγράφει στις δικές του ιστορίες ως «ο μεγάλος εγκλεισμός», δεν είναι κάτι το οποίο συνέβη άπαξ, στις απαρχές της νεωτερικότητας, αλλά κάτι που επαναλαμβάνεται κανονικά, ύστερα από κάθε σοβαρή κρίση του καπιταλισμού (το οποίο ξαναζούμε άλλωστε στις μέρες μας). Αν αυτή η ιδέα από μόνη της είναι μια αξιοσημείωτη συμβολή της Federici στη μαρξιστική θεωρία, η ακόμη σημαντικότερη συμβολή της στη φεμινιστική θεωρία έγκειται στην επισήμανση ότι θεμελιώδης όρος του ανερχόμενου καπιταλισμού ήταν η «περίφραξη» επίσης των σωμάτων των γυναικών μέσω της ποινικοποίησης του ελέγχου των γυναικών επί της σεξουαλικότητάς τους κι επί της παραγωγικής τους δυνατότητας, ταυτόχρονα με την απαξίωση της αναπαραγωγικής εργασίας και της κοινωνικής τους θέσης, τον αποκλεισμό τους δηλαδή από τις έμμισθες εργασιακές σχέσεις και τον εγκλεισμό στην οικιακή «ιδιωτικότητα». Αυτός ο άνισος κατά φύλο καταμερισμός της εργασίας, κάνοντας αόρατη την εργασία των γυναικών στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (αποϊστορικοποιώντας τη δηλαδή ως κάτι το απλώς «φυσικό»), έχει αποκρύψει εκτεταμένες περιοχές της ανθρώπινης εκμετάλλευσης κι έχει επιβάλει την καθυπόταξη των γυναικών στους άνδρες ως κατεξοχήν νεωτερική και αστική μορφή κυριαρχίας (και καθόλου «φεουδαρχικό κατάλοιπο», όπως πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί διατείνονται).

Με ακόμη πιο εύστοχο τρόπο η συγγραφέας διατυπώνει τη βασική της θέση έτσι: «Το σώμα για τις γυναίκες στην καπιταλιστική κοινωνία έχει γίνει ό,τι το εργοστάσιο για τους άρρενες μισθωτούς εργάτες: το κύριο πεδίο της εκμετάλλευσής τους και της αντίστασης, καθώς το γυναικείο σώμα έγινε αντικείμενο οικειοποίησης από το κράτος και τους άνδρες και υποχρεώθηκε να λειτουργεί ως μέσο αναπαραγωγής και συσσώρευσης της εργασίας» (σελ. 35). Και η απόπειρα ν’ αναδιηγηθεί αυτή τη μαρτυρική ιστορία του γυναικείου σώματος -ανασκάπτοντας ένα εντυπωσιακό κοίτασμα πηγών και ιστορικών λεπτομερειών, που στο περιγραφικό τουλάχιστον επίπεδο θυμίζει τις γενεαλογίες του Φουκό- λαβαίνει ως εστιακό άξονα ένα ανατριχιαστικό επεισόδιο που σφράγισε την πρώιμη νεωτερική ιστορία της Ευρώπης: το κυνήγι των μαγισσών τον 16ο και 17ο αιώνα. Το θέμα είναι βεβαίως δημοφιλές και πολλά έχουν γραφτεί σε επίπεδο ιστοριογραφικό· ποτέ όμως δεν έγινε μια τόσο διεξοδική και σε βάθος δομικοϊστορική ερμηνεία του. Για την περίεργη παράβλεψη αυτού του επεισοδίου μάλιστα κατηγορεί τον ίδιο τον Φουκό, στον οποίον η Federici βρίσκει την ευκαιρία ν’ ασκήσει μια -ολωσδιόλου εύστοχη, σε βαθμό που αναρωτιέται κανείς πώς διαφεύγει από τόσους άλλους ριζοσπάστες/τριες θεωρητικούς, οι οποίοι διαλέγονται με τη σκέψη του- κριτική: ότι, εν ολίγοις, παραγνωρίζει ολοσχερώς τη διαδικασία της αναπαραγωγής, τον κατά φύλο καταμερισμό της εργασίας και τις αντίστοιχα διαφορετικές μορφές «πειθάρχησης του σώματος», επειδή, σαγηνευμένος από τον «παραγωγικό» χαρακτήρα των τεχνικών εξουσίας, οι οποίες έχουν επενδυθεί στο σώμα, παρασύρεται σε μια οιονεί μεταφυσική σύλληψη της εξουσίας, αποσυνδεδεμένη από τις συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που τη γεννούν.

Η αφήγηση, όπως είπα, είναι συναρπαστική. Με τη δεξιοτεχνία προικισμένου ιστοριογράφου, η συγγραφέας ξεδιπλώνει στα μάτια μας τη ζωή των υστερομεσαιωνικών κοινοτήτων και την πανταχού παρουσία των γυναικών σε αυτές· τα μεγάλα κινήματα θρησκευτικής ανταρσίας ως επαναστάσεις των φτωχών που διεκδικούν πάντα κατά βάθος δικαιοσύνη και ισότητα και τον ρόλο των γυναικών στις γραμμές τους· τη βαθιά οικονομική και δημογραφική κρίση του 16ου αιώνα, που οδήγησε στην «αντεπανάσταση του καπιταλισμού», η οποία έμελλε να ζωγραφίσει εικόνες αποκαλυψιακής δυστυχίας μετατρέποντας την Ευρώπη (και μια στιγμή μετά τις αποικίες) σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκεντρώσεως: περιφράξεις, κυνήγι των μαγισσών, μαζικοί απαγχονισμοί των πεινασμένων, το σημάδεμα, το μαστίγωμα και η φυλάκιση πλανήτων και ζητιάνων στα νεοδημιουργημένα άσυλα υποχρεωτικής εργασίας, εξόντωση των ιθαγενών πληθυσμών του Νέου Κόσμου στις φυτείες και στα ορυχεία και τα πρώτα καράβια με σκλάβους από την Αφρική στον ορίζοντα.

Δεν υπάρχει λόγος να πω περισσότερα εδώ. Μένει να διαβάσει κανείς το βιβλίο με την προσοχή που του αξίζει, για να διαπιστώσει ότι είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα που εκδόθηκαν μέσα στην τελευταία δεκαετία. Μας θυμίζει ποια κοσμογονική ωμότητα γέννησε όλο τον νεωτερικό, «εξορθολογισμένο» κόσμο στον οποίον ακόμη ζούμε, ποια είναι η αληθινή ταυτότητα της Ευρώπης και του καπιταλισμού ως ιστορικής μορφής, και ταυτόχρονα επανατοποθετεί το γυναικείο ζήτημα στο αληθινό του συμφραζόμενο: «Αν αληθεύει ότι στην καπιταλιστική κοινωνία η έμφυλη ταυτότητα έγινε φορέας συγκεκριμένων εργασιακών λειτουργιών, τότε το κοινωνικό φύλο δεν μπορεί να θεωρείται μια αμιγώς πολιτισμική πραγματικότητα, αλλά οφείλει να αντιμετωπίζεται ως προσδιοριζόμενο από τις ταξικές σχέσεις» (σελ. 33). Δείχνει ανάγλυφα, δηλαδή, τον υπερκαθορισμό των αξόνων κυριαρχίας που ονομάζουμε καπιταλισμό και πατριαρχία (στους οποίους συνυφαίνεται καταστατικά κι ένας τρίτος, πιθανώς αρχαιότερος: εργαλειοτεχνική κυριαρχία πάνω στη φύση). Αν αυτό γίνει κατανοητό, αντιλαμβανόμαστε ότι ο αγώνας για την αποτίναξη της γυναικείας υποτέλειας είναι ο ίδιος με τον αγώνα για τη διάσωση του ανθρώπινου σώματος και των εργασιακών του δυνάμεων από τις αρπάγες του κεφαλαίου, ο ίδιος με τον αγώνα για τη λύτρωση της φύσης από τη σαδιστική (και ανέκκλητα αυτοκαταστροφική) βούληση απεριόριστης εργαλειακής καθυπόταξης.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 17/9/2011

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ – Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η κρίση του καπιταλισμού και το τέλος της εργασίας

Από τον Φώτη Τερζάκη

Gruppe Krisis, Norbert Trenkle, Anselm Jappe:

Κείμενα για την εργασία και την κρίση

πρόλογος: Tomasz Konicz,

μτφρ.: Σωκράτης Παπάζογλου, Εύη Παπακωνσταντίνου, Λία Γυιόκα

εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2010

Πλήθος αναλύσεις για την παγκόσμια οικονομική κρίση μάς κατακλύζουν, αλλά είναι λίγες εκείνες που στοχεύουν στην καρδιά του ζητήματος. Που αντιλαμβάνονται δηλαδή, για να το πω προγραμματικά, ότι πρόκειται για δομική κρίση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, κρίση υπερσυσσώρευσης, η οποία έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1970 και κάθε προσπάθεια διεξόδου που επινοεί έκτοτε ο παγκόσμιος καπιταλισμός, καταλήγει να την επιδεινώνει. Τα τρία σύντομα αλλά ιδιαζόντως σημαντικά κείμενα που περιέχονται σε αυτό τον τόμο, προσφορά των Εκδόσεων των Ξένων από τη Θεσσαλονίκη, είναι από τις ευστοχότερες προσεγγίσεις και αξίζει να διαβαστούν προσεκτικά. Τα δύο τελευταία, «Κλυδωνισμοί στην παγκόσμια αγορά: για τις βαθύτερες αιτίες της παρούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης» του Norbert Trenkle και «Πίστωση επί θανάτου» του Anselm Jappe, γράφτηκαν την περίοδο 2008-09, μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής λεγόμενης κρίσης· το πρώτο και εκτενέστερο, το «Μανιφέστο ενάντια στην εργασία», που υπογράφεται συλλογικά από την «Gruppe Krisis» («Ομάδα Κρίση»), έχει γραφτεί αρκετά νωρίτερα, το 1999, εντυπωσιάζει ωστόσο για την προγνωστική του δύναμη εν όψει των πρόσφατων καταστροφικών εξελίξεων. Ως πρόλογος έχει προταθεί ένα άρθρο του Tomasz Konics, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Junge Welt στις 14 Ιανουαρίου 2010, με τον εύγλωττο τίτλο «Παντού είναι Ελλάδα».

Υποθέτει κανείς ότι οι δύο συγγραφείς που υπογράφουν τα κείμενά τους, υπήρξαν μέλη της «Ομάδας Κρίση», διότι η επιχειρηματολογία τους διασταυρώνεται έντονα με του πρώτου κειμένου, ενώ ακόμη και φραστικές διατυπώσεις είναι συχνά ταυτόσημες. Το Μανιφέστο αυτό, εν πάση περιπτώσει, γραμμένο στο χαρακτηριστικό αφοριστικό ύφος τέτοιων κειμένων, που θυμίζει εσκεμμένα από Μαρξ έως Γκι Ντεμπόρ, περιέχει μια εξαιρετικά πυκνή ανάλυση του παγκόσμιου καπιταλισμού, στο ίχνος της καλύτερης μαρξιστικής θεωρίας, εστιάζοντας την έμφαση εν πρώτοις στη φύση της αφηρημένης, ποσοτικά μετρήσιμης, εργασίας. Γελοιοποιώντας όλες τις ηθικές υπερεπενδύσεις που έχει κάνει η νεωτερικότητα στην εργασία, περιλαμβανομένης και της παραδοσιακής Αριστεράς, δείχνει αφοπλιστικά την κοινωνική της ουσία: δύναμη καταστολής της ανθρώπινης δημιουργικότητας, προϊόν καταναγκασμού επί του οποίου οικοδομούνται οι αφαιρέσεις «χρήμα», «εμπόρευμα», «κεφάλαιο», μοχλός δηλαδή παραγωγής κέρδους εις βάρος της ανθρώπινης ευτυχίας, της ζωής και της φύσης. Με τα ίδια τους τα λόγια: «Στη σφαίρα της εργασίας δεν έχει σημασία τι πραγματοποιείται […] Πάνω απ’ όλα, η εργασία είναι αυτοσκοπός, ιδιαίτερα όσον αφορά το γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη ύλη και την ουσία των αποδόσεων του κεφαλαίου – της απεριόριστης δύναμης του κεφαλαίου ως αξίας που αυτοαξιοποιείται. […] Ολα τα προϊόντα πρέπει να παράγονται ως εμπορεύματα, διότι μόνο με τη μορφή του εμπορεύματος τα προϊόντα μπορούν να στερεοποιήσουν την αφαίρεση “χρήμα”, ουσία της οποίας είναι η αφαίρεση “εργασία”. […] Γι’ αυτό τον λόγο δεν έχει σημασία τι παράγεται, ούτε και ποια είναι η χρήση αυτού που παράγεται – για να μην αναφέρουμε ότι είναι αδιάφορες οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. […] Ολα αυτά δεν έχουν σημασία όσο μπορούν, ανεξαρτήτως των συνεπειών, τα εμπορεύματα να μετατρέπονται σε χρήμα και το χρήμα σε περισσότερη εργασία […] Η συσσώρευση της νεκρής “εργασίας”, με άλλα λόγια το “κεφάλαιο”, με την υλική του υπόσταση στη μορφή του χρήματος, είναι το μόνο νόημα που καταλαβαίνει το σύγχρονο σύστημα εμπορευματικής παραγωγής» (σελ. 31-2 passim).

Επεκτείνονται επίσης στους ιστορικούς όρους γένεσης της μορφής εργασία: «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν εισήλθαν οικειοθελώς στην παραγωγή για απρόσωπες αγορές και ως εκ τούτου σε μια καθολική χρηματική οικονομία· αναγκάστηκαν εξαιτίας της απολυταρχικής πείνας για χρήμα, που οδηγούσε στην επιβολή χρηματικών και ολοένα αυξανόμενων φόρων, αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές πληρωμές σε είδος. Οι άνθρωποι έπρεπε να “βγάζουν χρήματα”, όχι για τους ίδιους αλλά για το στρατιωτικοποιημένο πρώιμο νεωτερικό κράτος, την επιμελητεία του και τη γραφειοκρατία του» (σελ. 44-5). Το κρίσιμο κέντρο όλης της ανάλυσης όμως είναι η εκτίμηση ότι από τη δεκαετία του ’70 και μετά, με τη γενίκευση του αυτοματισμού στην παραγωγή, η ανθρώπινη εργασία καθίσταται σε μεγάλο βαθμό περιττή, έως και ασύμφορη, ενώ ταυτόχρονα, εάν εγκαταλειφθεί, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί και η επιδίωξη κεφαλαιοκρατικού κέρδους (που αποσπάται μόνο από τη ζωντανή εργασία, ως υπεραξία). Ιδού η ανυπέρβλητη αντίφαση στην οποία προσέκρουσε ο σύγχρονος καπιταλισμός – και η απεγνωσμένη «φυγή προς τα εμπρός» του κερδοσκοπικού κεφαλαίου από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν μία απονενοημένη προσπάθεια εξόδου απ’ αυτή την παραλυτική αντίφαση, την οποία στην πραγματικότητα οξύνει. Στην ουσία ο καπιταλισμός βρίσκεται μπροστά σ’ ένα θανάσιμο δίλημμα: ή να καταρρεύσει παταγωδώς, ελευθερώνοντας οριστικά την ανθρωπότητα και τη φύση από τη μακάβρια λαβή του, ή να αντεπιτεθεί τυφλά στις δυνάμεις της παγκόσμιας κοινωνίας -όπως αυτή τη στιγμή κάνει- εξομοιούμενος μοιραία με το οργανωμένο έγκλημα.

Τα δύο κείμενα που ακολουθούν, όπως είπα, διασταυρώνονται με το πρώτο ιδίως στην καταληκτήρια προβληματική του, φωτίζοντας υπό επικαιρικές σκοπιές την προαναγγελθείσα εκεί κρίση. Τονίζουν ιδιαίτερα την αυταπάτη όσων αναλώνονται σήμερα σε ηθικολογικές καταγγελίες κατά των «κερδοσκόπων», λες και η επιδίωξη του κέρδους εις βάρος τής ανθρώπινης ευτυχίας δεν ήταν ανέκαθεν η δομική λογική του καπιταλισμού, και ως εάν υπήρχε κάποια «ηθική οικονομία» ή «έντιμη παραγωγή», στην οποία θα πρέπει δήθεν να επιστρέψουμε. Εφιστούν την προσοχή στο ότι οι αιτίες της κρίσης των χρηματαγορών δεν βρίσκονται σε αθέμιτες καταχρήσεις αλλά σε μία θεμελιώδη δομική κρίση της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής, που συνδέεται τόσο με την οριακή περιβαλλοντική εξάντληση όσο και με την αχρήστευση της παραδοσιακής μορφής εργασία από την οποία εξαρτάται πιεστικά η κερδοφορία του κεφαλαίου. Η κρισιμότητα της κατάστασης περιγράφεται γλαφυρά με τα παρακάτω λόγια του Anselm Jappe: «Η μείωση της δημιουργίας αξίας σε ολόκληρο τον κόσμο εμπεριέχει το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, υπάρχουν -και μάλιστα παντού- πληθυσμοί σε περίσσευμα, πλεονάζοντες, οι οποίοι δεν χρησιμεύουν πια ούτε για εκμετάλλευση. Από την άποψη της αξιοποίησης της αξίας, είναι η ίδια η ανθρωπότητα που αρχίζει να γίνεται μια περιττή πολυτέλεια, μια δαπάνη που πρέπει να εξαλειφθεί, ένα «πλεόνασμα» – κι εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εντελώς νέο παράγοντα στην Ιστορία!» (σελ. 154).

Απέναντι σε αυτή την κρίση όμως, που θέτει σε ημερήσια διάταξη την ανατροπή του καπιταλισμού και την κοινωνική απαλλοτρίωση του συσσωρευμένου πλούτου, μοιάζουν να εθελοτυφλούν όλες οι «προοδευτικές» κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες στο βάθος εύχονται τη διατήρησή του. Οπως ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί: «Ο “αντικαπιταλισμός” της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι παρά ένας “αντιφιλελευθερισμός”. Η μόνη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό που μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί, συνίστατο σε δικτατορίες με οικονομία κατευθυνόμενη από την Ανατολή και τον Νότο του κόσμου. Από τότε που αυτές χρεοκόπησαν […] η μοναδική επιλογή που απέμεινε σε αυτούς τους αντικαπιταλιστές είναι μια επιλογή μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων: φιλελευθερισμό ή κεϊνσιανισμό, ηπειρωτικό ή αγγλοσαξονικό μοντέλο, […] φρενίτιδα των χρηματιστηρίων ή “δημιουργία θέσεων απασχόλησης”» (σελ. 134-5). Οι ίδιες οι μάζες, από την πλευρά τους, μοιάζουν να προσκολλώνται απεγνωσμένα στους φθαρμένους τρόπους ζωής, να διεκδικούν ως «δικαίωμα» τη συνθήκη τής ειρκτής τους, και μέχρις ώρας δείχνουν ανίκανες να τολμήσουν το αποφασιστικό βήμα – την οριστική ρήξη με το καθεστώς της μισθωτής εργασίας, την εξευτελιστική αγοραπωλησία του εαυτού τους, ρήξη η οποία διαδηλώνεται στην τελευταία πρόταση του Μανιφέστου της «Ομάδας Κρίση»: Προλετάριοι όλων των χωρών, τέρμα η δουλειά! (σελ. 99).

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ18/9/2010