Category Archives: ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ – Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η κρίση του καπιταλισμού και το τέλος της εργασίας

Από τον Φώτη Τερζάκη

Gruppe Krisis, Norbert Trenkle, Anselm Jappe:

Κείμενα για την εργασία και την κρίση

πρόλογος: Tomasz Konicz,

μτφρ.: Σωκράτης Παπάζογλου, Εύη Παπακωνσταντίνου, Λία Γυιόκα

εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2010

Πλήθος αναλύσεις για την παγκόσμια οικονομική κρίση μάς κατακλύζουν, αλλά είναι λίγες εκείνες που στοχεύουν στην καρδιά του ζητήματος. Που αντιλαμβάνονται δηλαδή, για να το πω προγραμματικά, ότι πρόκειται για δομική κρίση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, κρίση υπερσυσσώρευσης, η οποία έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1970 και κάθε προσπάθεια διεξόδου που επινοεί έκτοτε ο παγκόσμιος καπιταλισμός, καταλήγει να την επιδεινώνει. Τα τρία σύντομα αλλά ιδιαζόντως σημαντικά κείμενα που περιέχονται σε αυτό τον τόμο, προσφορά των Εκδόσεων των Ξένων από τη Θεσσαλονίκη, είναι από τις ευστοχότερες προσεγγίσεις και αξίζει να διαβαστούν προσεκτικά. Τα δύο τελευταία, «Κλυδωνισμοί στην παγκόσμια αγορά: για τις βαθύτερες αιτίες της παρούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης» του Norbert Trenkle και «Πίστωση επί θανάτου» του Anselm Jappe, γράφτηκαν την περίοδο 2008-09, μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής λεγόμενης κρίσης· το πρώτο και εκτενέστερο, το «Μανιφέστο ενάντια στην εργασία», που υπογράφεται συλλογικά από την «Gruppe Krisis» («Ομάδα Κρίση»), έχει γραφτεί αρκετά νωρίτερα, το 1999, εντυπωσιάζει ωστόσο για την προγνωστική του δύναμη εν όψει των πρόσφατων καταστροφικών εξελίξεων. Ως πρόλογος έχει προταθεί ένα άρθρο του Tomasz Konics, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Junge Welt στις 14 Ιανουαρίου 2010, με τον εύγλωττο τίτλο «Παντού είναι Ελλάδα».

Υποθέτει κανείς ότι οι δύο συγγραφείς που υπογράφουν τα κείμενά τους, υπήρξαν μέλη της «Ομάδας Κρίση», διότι η επιχειρηματολογία τους διασταυρώνεται έντονα με του πρώτου κειμένου, ενώ ακόμη και φραστικές διατυπώσεις είναι συχνά ταυτόσημες. Το Μανιφέστο αυτό, εν πάση περιπτώσει, γραμμένο στο χαρακτηριστικό αφοριστικό ύφος τέτοιων κειμένων, που θυμίζει εσκεμμένα από Μαρξ έως Γκι Ντεμπόρ, περιέχει μια εξαιρετικά πυκνή ανάλυση του παγκόσμιου καπιταλισμού, στο ίχνος της καλύτερης μαρξιστικής θεωρίας, εστιάζοντας την έμφαση εν πρώτοις στη φύση της αφηρημένης, ποσοτικά μετρήσιμης, εργασίας. Γελοιοποιώντας όλες τις ηθικές υπερεπενδύσεις που έχει κάνει η νεωτερικότητα στην εργασία, περιλαμβανομένης και της παραδοσιακής Αριστεράς, δείχνει αφοπλιστικά την κοινωνική της ουσία: δύναμη καταστολής της ανθρώπινης δημιουργικότητας, προϊόν καταναγκασμού επί του οποίου οικοδομούνται οι αφαιρέσεις «χρήμα», «εμπόρευμα», «κεφάλαιο», μοχλός δηλαδή παραγωγής κέρδους εις βάρος της ανθρώπινης ευτυχίας, της ζωής και της φύσης. Με τα ίδια τους τα λόγια: «Στη σφαίρα της εργασίας δεν έχει σημασία τι πραγματοποιείται […] Πάνω απ’ όλα, η εργασία είναι αυτοσκοπός, ιδιαίτερα όσον αφορά το γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη ύλη και την ουσία των αποδόσεων του κεφαλαίου – της απεριόριστης δύναμης του κεφαλαίου ως αξίας που αυτοαξιοποιείται. […] Ολα τα προϊόντα πρέπει να παράγονται ως εμπορεύματα, διότι μόνο με τη μορφή του εμπορεύματος τα προϊόντα μπορούν να στερεοποιήσουν την αφαίρεση “χρήμα”, ουσία της οποίας είναι η αφαίρεση “εργασία”. […] Γι’ αυτό τον λόγο δεν έχει σημασία τι παράγεται, ούτε και ποια είναι η χρήση αυτού που παράγεται – για να μην αναφέρουμε ότι είναι αδιάφορες οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. […] Ολα αυτά δεν έχουν σημασία όσο μπορούν, ανεξαρτήτως των συνεπειών, τα εμπορεύματα να μετατρέπονται σε χρήμα και το χρήμα σε περισσότερη εργασία […] Η συσσώρευση της νεκρής “εργασίας”, με άλλα λόγια το “κεφάλαιο”, με την υλική του υπόσταση στη μορφή του χρήματος, είναι το μόνο νόημα που καταλαβαίνει το σύγχρονο σύστημα εμπορευματικής παραγωγής» (σελ. 31-2 passim).

Επεκτείνονται επίσης στους ιστορικούς όρους γένεσης της μορφής εργασία: «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν εισήλθαν οικειοθελώς στην παραγωγή για απρόσωπες αγορές και ως εκ τούτου σε μια καθολική χρηματική οικονομία· αναγκάστηκαν εξαιτίας της απολυταρχικής πείνας για χρήμα, που οδηγούσε στην επιβολή χρηματικών και ολοένα αυξανόμενων φόρων, αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές πληρωμές σε είδος. Οι άνθρωποι έπρεπε να “βγάζουν χρήματα”, όχι για τους ίδιους αλλά για το στρατιωτικοποιημένο πρώιμο νεωτερικό κράτος, την επιμελητεία του και τη γραφειοκρατία του» (σελ. 44-5). Το κρίσιμο κέντρο όλης της ανάλυσης όμως είναι η εκτίμηση ότι από τη δεκαετία του ’70 και μετά, με τη γενίκευση του αυτοματισμού στην παραγωγή, η ανθρώπινη εργασία καθίσταται σε μεγάλο βαθμό περιττή, έως και ασύμφορη, ενώ ταυτόχρονα, εάν εγκαταλειφθεί, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί και η επιδίωξη κεφαλαιοκρατικού κέρδους (που αποσπάται μόνο από τη ζωντανή εργασία, ως υπεραξία). Ιδού η ανυπέρβλητη αντίφαση στην οποία προσέκρουσε ο σύγχρονος καπιταλισμός – και η απεγνωσμένη «φυγή προς τα εμπρός» του κερδοσκοπικού κεφαλαίου από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν μία απονενοημένη προσπάθεια εξόδου απ’ αυτή την παραλυτική αντίφαση, την οποία στην πραγματικότητα οξύνει. Στην ουσία ο καπιταλισμός βρίσκεται μπροστά σ’ ένα θανάσιμο δίλημμα: ή να καταρρεύσει παταγωδώς, ελευθερώνοντας οριστικά την ανθρωπότητα και τη φύση από τη μακάβρια λαβή του, ή να αντεπιτεθεί τυφλά στις δυνάμεις της παγκόσμιας κοινωνίας -όπως αυτή τη στιγμή κάνει- εξομοιούμενος μοιραία με το οργανωμένο έγκλημα.

Τα δύο κείμενα που ακολουθούν, όπως είπα, διασταυρώνονται με το πρώτο ιδίως στην καταληκτήρια προβληματική του, φωτίζοντας υπό επικαιρικές σκοπιές την προαναγγελθείσα εκεί κρίση. Τονίζουν ιδιαίτερα την αυταπάτη όσων αναλώνονται σήμερα σε ηθικολογικές καταγγελίες κατά των «κερδοσκόπων», λες και η επιδίωξη του κέρδους εις βάρος τής ανθρώπινης ευτυχίας δεν ήταν ανέκαθεν η δομική λογική του καπιταλισμού, και ως εάν υπήρχε κάποια «ηθική οικονομία» ή «έντιμη παραγωγή», στην οποία θα πρέπει δήθεν να επιστρέψουμε. Εφιστούν την προσοχή στο ότι οι αιτίες της κρίσης των χρηματαγορών δεν βρίσκονται σε αθέμιτες καταχρήσεις αλλά σε μία θεμελιώδη δομική κρίση της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής, που συνδέεται τόσο με την οριακή περιβαλλοντική εξάντληση όσο και με την αχρήστευση της παραδοσιακής μορφής εργασία από την οποία εξαρτάται πιεστικά η κερδοφορία του κεφαλαίου. Η κρισιμότητα της κατάστασης περιγράφεται γλαφυρά με τα παρακάτω λόγια του Anselm Jappe: «Η μείωση της δημιουργίας αξίας σε ολόκληρο τον κόσμο εμπεριέχει το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, υπάρχουν -και μάλιστα παντού- πληθυσμοί σε περίσσευμα, πλεονάζοντες, οι οποίοι δεν χρησιμεύουν πια ούτε για εκμετάλλευση. Από την άποψη της αξιοποίησης της αξίας, είναι η ίδια η ανθρωπότητα που αρχίζει να γίνεται μια περιττή πολυτέλεια, μια δαπάνη που πρέπει να εξαλειφθεί, ένα «πλεόνασμα» – κι εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εντελώς νέο παράγοντα στην Ιστορία!» (σελ. 154).

Απέναντι σε αυτή την κρίση όμως, που θέτει σε ημερήσια διάταξη την ανατροπή του καπιταλισμού και την κοινωνική απαλλοτρίωση του συσσωρευμένου πλούτου, μοιάζουν να εθελοτυφλούν όλες οι «προοδευτικές» κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες στο βάθος εύχονται τη διατήρησή του. Οπως ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί: «Ο “αντικαπιταλισμός” της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι παρά ένας “αντιφιλελευθερισμός”. Η μόνη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό που μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί, συνίστατο σε δικτατορίες με οικονομία κατευθυνόμενη από την Ανατολή και τον Νότο του κόσμου. Από τότε που αυτές χρεοκόπησαν […] η μοναδική επιλογή που απέμεινε σε αυτούς τους αντικαπιταλιστές είναι μια επιλογή μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων: φιλελευθερισμό ή κεϊνσιανισμό, ηπειρωτικό ή αγγλοσαξονικό μοντέλο, […] φρενίτιδα των χρηματιστηρίων ή “δημιουργία θέσεων απασχόλησης”» (σελ. 134-5). Οι ίδιες οι μάζες, από την πλευρά τους, μοιάζουν να προσκολλώνται απεγνωσμένα στους φθαρμένους τρόπους ζωής, να διεκδικούν ως «δικαίωμα» τη συνθήκη τής ειρκτής τους, και μέχρις ώρας δείχνουν ανίκανες να τολμήσουν το αποφασιστικό βήμα – την οριστική ρήξη με το καθεστώς της μισθωτής εργασίας, την εξευτελιστική αγοραπωλησία του εαυτού τους, ρήξη η οποία διαδηλώνεται στην τελευταία πρόταση του Μανιφέστου της «Ομάδας Κρίση»: Προλετάριοι όλων των χωρών, τέρμα η δουλειά! (σελ. 99).

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ18/9/2010

 

Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ

Η εισβολή της εξουσίας στο σώμα

Του Δημήτρη Αναστασόπουλου

Η βιοτεχνολογία και η παραγωγή φαρμάκων, η ευγονική και η γενετική είναι οι τομείς όπου με όπλο την τεχνολογική εξέλιξη αυτό το κοινωνικό πολιτικό σύστημα προσπαθεί να εξαπλώσει την κυριαρχία του στο ανθρώπινο σώμα. «Η Μηχανή της Σάρκας» (μετάφραση Ιρια Γραμμένου-Σωκράτης Παπάζογλου) γραμμένη από την κολεκτίβα CAE, αναλύει τις κατευθύνσεις στις οποίες στράφηκε τα τελευταία χρόνια η εξουσία.

Ουσιαστικά, για την CAE ο καπιταλισμός μετά την ανάπτυξη της πολεμικής μηχανής και του θεάματος, της πλήρους κυριαρχίας των εικόνων, στρέφει τώρα τη στρατηγική του στο τελευταίο οχυρό, το ανθρώπινο σώμα. Επιθυμώντας, μετά την εξασφάλιση του μονοπωλίου στη βία και την πληροφορία, να κατακτήσουν και τη σάρκα χρησιμοποιώντας παρόμοιες μεθόδους.

Τα επιτεύγματα της βιοτεχνολογίας δεν είναι παρά η επιφανειακή εικόνα μιας ολοκληρωτικής επίθεσης του συστήματος. Η CAE εξηγεί απλά πώς το όραμα ενός άφθαρτου σώματος μπορεί να εξελιχθεί στον εφιάλτη του εξανδραποδισμού των ανθρώπων. Γιατί η μηχανή της σάρκας, ξεκινώντας από τη χαρτογράφηση του γενετικού κώδικα, θέλει να επεκταθεί στη δημιουργία του «ιδανικού» πολίτη που αποδέχεται τις αξίες αυτής της κοινωνικής οργάνωσης χωρίς παρεκτροπές.

Το ζήτημα που θέτει η CAE στη μελέτη της είναι απλό. Πέρα από τις θεαματικές «ανακαλύψεις» και τα ηχηρά αποτελέσματα της τεχνολογίας, το σύστημα μέσω του αδρά χρηματοδοτούμενου δικτύου ιδρυμάτων και επιστημόνων, έχει έναν μόνο στόχο, την εισβολή και κατάληψη του ανθρώπινου σώματος. Αυτό είναι και το κομβικό σημείο της μελέτης που επαναφέρει την πολιτική διάσταση στην επιστήμη. Αποφεύγοντας τον σκόπελο των ηθικών ψευδοδιλημμάτων της βιοτεχνολογίας, η CAE καταλήγει στο αναμενόμενο συμπέρασμα: Ενα δίκτυο επιστημόνων που είναι άρρηκτα δεμένο με το σύστημα δεν επιθυμεί τίποτε άλλο παρά τη διαιώνισή του. Επομένως, πίσω από τα θαυμαστά επιτεύγματα ουσιαστικά ετοιμάζουν την κατασκευή των μελλοντικών υπηκόων.

Ημερολόγιο αντίστασης

«Πάρτε τις λίγες αυτές γραμμές σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης κάποιας που προτιμάει ένα μήνα ελευθερίας από ένα χρόνο χημειοθεραπείας, με ό,τι συνέπειες μπορεί να έχει κάτι τέτοιο». Η Αντρέα Ντόρια, παράνομη αγωνίστρια της ομάδας των Os Cangaseiros, προσβάλλεται από καρκίνο το 1985. Για πέντε χρόνια υφίσταται στο ίδιο της το σώμα την ιατρική καταστολή αφού γίνεται πειραματόζωο για νέα και πιο δραστικά κάθε φορά φάρμακα.

Το 1990 αρνείται κάθε είδους θεραπεία, όχι από απόγνωση μπροστά στον θάνατο, όπως σημειώνει, αλλά ως εξεγερμένη που θέλει να πεθάνει στον καθαρό αέρα. Αν η μελέτη της CAE «Η Μηχανή της Σάρκας» είναι η οξυδερκής ανάλυση της προσπάθειας ελέγχου του σώματος από την εξουσία, «Η Εξαιρετική Περίπτωση μιας Συνηθισμένης Ιστορίας» (μετάφραση Κατερίνα Μαρσιανούδη) είναι η βιωματική καταγραφή μιας ανατρεπτικής χειρονομίας. Μέσα από τις ολιγοσέλιδες επιστολές της, η Αντρέα ως ασθενής συνειδητοποιεί ότι η ιατρική περίθαλψη, όπως προσφέρεται σε αυτό το σύστημα, δεν είναι παρά ακόμη ένας κατασταλτικός μηχανισμός που εκμηδενίζει την ανθρώπινη υπόσταση. Ετσι, εγκαταλείπει τους αποστειρωμένους θαλάμους και τον βομβαρδισμό του σώματος με χημικά σκευάσματα και ακτίνες και αποφασίζει να δεχτεί τον θάνατο ως μαχητής της ζωής

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 11/01/2007